- σκληρότηρ
- ἡ, Α(στους Ερετριείς) βλ. σκληρότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκληροτήρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρότητα — Χαρακτηριστική αντίσταση που παρουσιάζουν τα στερεά σώματα όταν προσπαθούμε να διεισδύσουμε μέσα σ’ αυτά ή να τα χαράξουμε με ένα άλλο σώμα. Τούτο αντιστοιχεί στην αντίσταση που προβάλλουν τα σώματα σε τοπικές πλαστικές παραμορφώσεις, ή,… … Dictionary of Greek